-
1 ερετικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство грести, гребля Plat. -
2 ερετική
-
3 ἐρετική
-
4 ερετική
η искусство гребли -
5 ἐρετικός
ἐρετικός, das Rudern, den Ruderer betreffend, dazu gehörig, ἡ ἐρετική, sc. τέχνη, die Ruderkunft, Plat. Legg. IV, 707 a, πληρώματα ἐρετικά, die Rudermannschaft, Plut. Pomp. 25, wofür App. Hann. 54 τὸ ἐρετικόν sagt.
-
6 ἐρετικός
ἐρετικός, das Rudern, den Ruderer betreffend, dazu gehörig, ἡ ἐρετική, sc. τέχνη, die Ruderkunft; πληρώματα ἐρετικά, die Rudermannschaft
См. также в других словарях:
ἐρετική — ἐρετικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερετικός — ή, ό (AM ἐρετικός, ή, όν) [ερέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερέτη ή στην ερεσία, ο κωπηλατικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ερετική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κωπηλασίας νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ερετικό το πλήρωμα τών κωπηλατών στα… … Dictionary of Greek
ՆԱՒԱՊԵՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0408 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 13c գ. κυβέρνησις gubernatio եւ այլն. Պետութիւն նաւու. եւ Ղեկավարութիւն. եւ Նաւավարութիւն կամ նաւասիութիւն. *Լա՛ւ է ընդ խոհեմագունի լինել նաւապետութեամբ. Սկեւռ. ի լմբ.: *Նաւապետութիւնք,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)